κτείνοντα

κτείνοντα
κτείνω
kill
pres part act neut nom/voc/acc pl
κτείνω
kill
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτείνοντ' — κτείνοντα , κτείνω kill pres part act neut nom/voc/acc pl κτείνοντα , κτείνω kill pres part act masc acc sg κτείνοντι , κτείνω kill pres part act masc/neut dat sg κτείνοντι , κτείνω kill pres ind act 3rd pl (doric) κτείνοντε , κτείνω kill pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”